ψάριν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
- Αυτός που είναι αφελής και εύπιστος, που εύκολα τον εξαπατούν. 
- Ο νεοσύλλεκτος ή ο φαντάρος που είναι καινούργιος σε μία μονάδα. 
Συνώνυμα:
Σημειώσεις
Παράλληλα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα λέξης που ξεκίνησε από μια περιορισμένη αργκό και διαδόθηκε στην υπόλοιπη γλώσσα.

