διώ κάποιον (σαν τον σ̌σ̌ιήλο)δημιουργήθηκε από kttera01 (τροποποιήθηκε 22 Ιανουαρίου 2016) Καταδίδω, καρφώνω ή ρουφιανεύω κάποιον. Στρατιωτικό
διώ κώλονδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 19 Απριλίου 2016) Δέχομαι να κάνω πρωκτικό σεξ. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... ΜειωτικόΣεξουαλικό
διώ παμόνδημιουργήθηκε από angelantoni (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2015) Σταματώ να κάνω κάτι που έκανα σε υπερβολικό βαθμό ή σε μεγάλη διάρκεια. Κοινή αργκό