γινίσκουμαι πουλλούινδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 22 Φεβρουαρίου 2016) Γίνομαι πίτα στο μεθύσι.
γίνομαι κώλοςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 20 Απριλίου 2017) Μαλώνω με κάποιον, τσακώνομαι πολύ άσχημα. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκό
γίνομαι μάππαδημιουργήθηκε από Marianna Charalambous (τροποποιήθηκε 25 Δεκεμβρίου 2015) Φουσκώνω, πρήζομαι από το υπερβολικό φαγητό. Νεανική γλώσσα
γίνομαι σβάρναδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 9 Ιανουαρίου 2016) Μεθώ, γίνομαι στρακόττον και (μεταφορικά) ισοπεδώνω τα πάντα. Νεανική γλώσσα
γιολλάς, γιόλλισσαδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 28 Ιουνίου 2017) Αυτός που ζει για το τώρα, για τη διασκέδαση και δεν δίνει σημασία σε τίποτα επειδή πιστεύει ότι γιόλο, ο σικκιμετζ̆ής. Νεολογισμός
γιος της ορόσπαςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 6 Οκτωβρίου 2019) Πουτάνας γιος, γιοπουτάνιν. Ξιτιμασ̌ιά
γιος της πρίζας της τριπολικήςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 5 Μαρτίου 2016) Βλ. γιός της ορόσπας. Ξιτιμασ̌ιά