άλουτος
[ˈalutos]
Επίθετο

Άπλυτος, βρομιάρης - κυριολεκτικά και μεταφορικά.


Παράδειγμα

Έσ̌ει δύο μέρες να λουθείς τζ̌αι έσ̌εις τα μούτρα να με πεις εμένα άλουτο;

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το ρήμα λούννομαι, στην κυπριακή διάλεκτο σημαίνει 'πλένω το σώμα μου' - και όχι μόνο τα μαλλιά μου, όπως στην κοινή νέα ελληνική.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.