στρίνα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Κομψότητα.


Παράδειγμα

Μα δε στρίνα πάνω του ρε! Εντύθηκε πολλά ωραία σήμερα!

suit_1x

  1. Γυναίκα όλο νάζι, αλλά και πολύ σέξι.


Συνώνυμα:

, στρινιάρα


Γράψτε απάντηση στο makats Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

2 σκέψεις για “στρίνα